ἐγερτός

ἐγερτός
ἐγερτός
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγερτός — ἐγερτός, ή, όν (Α) (ύπνος) εγέρσιμος …   Dictionary of Greek

  • ἐγερτόν — ἐγερτός masc acc sg ἐγερτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγερτῶ — ἐγερτός masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινέγερτος — κλινέγερτος, ον (Μ) αυτός που σηκώνεται από το κρεβάτι, από τον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + ἐγερτός (< ἐγείρω «σηκώνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”